- πριμισκρίνιος
- ὁ, Μ(κυρίως στο Βυζάντιο) ο πρώτος στην τάξη τών υπαλλήλων που είχαν ως καθήκον την φύλαξη εγγράφων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primiscrinius (< primus «πρώτος» + scrinium «κιβώτιο, χαρτοφυλάκιο»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.